θέο
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. épq. de τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
θέο: эп. (= θοῦ) 2 л. sing. imper. aor. 2 med. к τίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
θέο: Ἐπ. ἀντὶ θοῦ, ἴδε ἐν λ. τίθημι.
English (Autenrieth)
see τίθημι.
Greek Monotonic
θέο: Επικ. αντί θοῦ, παρατ. Μέσ. αορ. βʹ του τίθημι.