θρανεύω
From LSJ
πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
German (Pape)
[Seite 1215] über die Gerberbank spannen, gerben, ἡ βύρσα σου θρανεύσεται Ar. Equ. 369; VLL. erkl. συντρίβομαι, συγκόπτομαι.
French (Bailly abrégé)
étendre sur un chevalet de tanneur;
Moy. θρανεύομαι au sens Passif.
Étymologie: θρᾶνος.
Russian (Dvoretsky)
θρᾱνεύω: (fut. med.-pass. θρανεύσομαι) распяливать на дубильной доске (ἡ βύρσα σου θρανεύσεται Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
θρανεύω: ἐκτείνω, τεντώνω τι ἐπὶ θράνου, κυρίως ἐπὶ βύρσης ἣν ἐκτείνουσιν ἐπὶ τοῦ βυρσοδεψικοῦ θράνου καὶ κατεργάζονται αὐτήν, ἐν τῷ Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. -εύσομαι, ἡ βύρσα σου θρανεύσεται Ἀριστοφ. Ἱππ. 369· πρβλ. θρανύσσω.
Greek Monolingual
θρανεύω (Α) θρόνος
(για δέρμα) τεντώνω, απλώνω επάνω σε βυρσοδεψικό θράνο για κατεργασία.