καταπενθέω
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
bewail, AP7.618, LXXEx.33.4.
German (Pape)
[Seite 1369] betrauern, beklagen, Ep. ad. 510 (VII, 618); LXX.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pleurer sur, déplorer, acc..
Étymologie: κατά, πενθέω.
Russian (Dvoretsky)
καταπενθέω: оплакивать (ἄνδρα σοφὸν ἀποφθίμενον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπενθέω: λίαν πενθῶ, εἶμαι βυθισμένος εἰς τὸ πένθος, θρηνῶ διά τινα, ἄνδρα ἀποφθίμενον κ. πάτρα Ἀνθ. Π. 7. 618, Ἑβδ. (Ἔξοδ. 33, 4).
Greek Monotonic
καταπενθέω: μέλ. -ήσω, θρηνώ, μοιρολογώ, κλαίω, σε Ανθ.