καββάς
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
v. καταβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
καββάς: дор. Pind. part. к καταβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
καββάς: ἴδε καταβαίνω· - καββασία, ἴδε καταβασία.
Greek Monolingual
καββάς (Α)
ποιητ. τ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. του καββαίνω, καταβαίνω.
Greek Monotonic
καββάς: Επικ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. βʹ του καταβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καββάς ep. ptc. aor. act. van καταβαίνω.