λαμπαδηφόρος

From LSJ
Revision as of 13:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰδηφόρος Medium diacritics: λαμπαδηφόρος Low diacritics: λαμπαδηφόρος Capitals: ΛΑΜΠΑΔΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lampadēphóros Transliteration B: lampadēphoros Transliteration C: lampadiforos Beta Code: lampadhfo/ros

English (LSJ)

ὁ, torch-bearer, torchbearer, torch bearer, lampadephore, lampadist A.Ag.312, Ar.Fr.442, IG22. 1250, 2.965b28: -οι, title of play by Philetaerus; but also, candelabra, JRS18.162 (Jerash, iii A. D.).

Two athletes, Greece, 4th century BC; From decorative vase in the Kunsthistorisches museum, Vienna

German (Pape)

[Seite 11] fackeltragend, Aesch. Ag. 303. Nach Hesych. hieß so der im Fackelwettlauf gesiegt hatte.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un flambeau dans les sacrifices.
Étymologie: λαμπάς, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδηφόρος:факелоносец Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδηφόρος: ὁ, ὁ φέρων λαμπάδα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 312, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 105, Συλλ. Ἐπιγρ. 4555.

Spanish

que porta una antorcha

Greek Monolingual

ο (AM λαμπαδηφόρος)
αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηφορία
μσν.
ο λαμπαδάριος
αρχ.
1. κηροπήγιο
2. στον πληθ. οί λαμπαδηφόροι
τίτλος θεατρικού έργου του Φιλεταίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -φόρος (< φέρω). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

λαμπᾰδηφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που φέρει πυρσό, αυτός που κρατά λαμπάδα, λαμπαδηδρόμος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λαμπᾰδη-φόρος, ὁ, φέρω
a torch-bearer, Aesch.