μαλακαίπους

From LSJ
Revision as of 14:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκαίπους Medium diacritics: μαλακαίπους Low diacritics: μαλακαίπους Capitals: ΜΑΛΑΚΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: malakaípous Transliteration B: malakaipous Transliteration C: malakaipous Beta Code: malakai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, poet. for μαλακόπους, treading softly, Ὧραι Theoc.15.103 (s.v.l.).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds délicats.
Étymologie: μαλακός, πούς.

Russian (Dvoretsky)

μαλακαίπους: 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - v.l. μαλακαὶ πόδες и πόδας).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.

Greek Monolingual

μαλακαίπους, -ουν (Α)
βλ. μαλακόπους.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί μαλακόπους, αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό περπάτημα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

μᾰλᾰκαί-πους, [poetic for μαλακόπους,]
soft-footed, treading softly, Theocr.