μονολεχής

From LSJ
Revision as of 14:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονολεχής Medium diacritics: μονολεχής Low diacritics: μονολεχής Capitals: ΜΟΝΟΛΕΧΗΣ
Transliteration A: monolechḗs Transliteration B: monolechēs Transliteration C: monolechis Beta Code: monolexh/s

English (LSJ)

Ion. μουνο-, ές, = μονόκοιτος, διαζυγίη AP 5.8 (Rufin.); κοῖται ib. 12.226 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 203] ές, = μονόκοιτος; Plut. de ad. et am. discr. 20, von der Frau, neben φίλανδρος; – διαζυγία, Rufin. 25 (V, 9); κοῖται, Strat. 68 (XII, 226).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui couche seul.
Étymologie: μόνος, λέχος.

Russian (Dvoretsky)

μονολεχής: ион. μουνολεχής 2
1) моногамный, верный супругу (γυναῖκες μονολεχεῖς καὶ φίλανδροι Plut.);
2) делающий одиноким, оставляющий в одиночестве (διαζυγία Anth.);
3) одинокий, осиротелый (κοῖται Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μονολεχής: Ἰων. μουν-, ές, = μονόκοιτος, Πλούτ. 2. 57D, Ἀνθ. Π. 5. 9., 12. 226.

Greek Monolingual

μονολεχής, ιων. τ. μουνολεχής, -ές (Α)
μονόκοιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -λεχής (< λέχος), πρβλ. κοινο-λεχής].