νεκροδοχεῖον

From LSJ
Revision as of 14:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροδοχεῖον Medium diacritics: νεκροδοχεῖον Low diacritics: νεκροδοχείον Capitals: ΝΕΚΡΟΔΟΧΕΙΟΝ
Transliteration A: nekrodocheîon Transliteration B: nekrodocheion Transliteration C: nekrodocheion Beta Code: nekrodoxei=on

English (LSJ)

τό, burialplace, mausoleum, Luc.Cont.22.

German (Pape)

[Seite 237] τό, Todtenbehältniß, Luc. Cont. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l'on dépose les morts.
Étymologie: νεκρός, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

νεκροδοχεῖον: τό гробница Luc.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριον, τάφος, μαυσώλειον, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 22.

Greek Monolingual

νεκροδοχεῖον, τὸ (Α)
τόπος όπου θέτουν τους νεκρούς, τάφος, μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + δοχεῖον (πρβλ. μελανο-δοχείον)].

Greek Monotonic

νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριο, μαυσωλείο, τάφος, σε Λουκ.

Middle Liddell

νεκροδοχεῖον, ου, τό, [from νεκροδόκος
a cemetery, mausoleum, Luc.