νυκτικλέπτης

From LSJ
Revision as of 14:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐκλέπτης Medium diacritics: νυκτικλέπτης Low diacritics: νυκτικλέπτης Capitals: ΝΥΚΤΙΚΛΕΠΤΗΣ
Transliteration A: nyktikléptēs Transliteration B: nyktikleptēs Transliteration C: nyktikleptis Beta Code: nuktikle/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, thief of the night, AP11.176 (Lucill.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur de nuit.
Étymologie: νύξ, κλέπτω.

Russian (Dvoretsky)

νυκτικλέπτης: ου ὁ ночной вор Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτικλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα κλέπτων, κλέπτης τῆς νυκτός, Ἀνθ. Π. 11. 176· Πλανούδ. νυκτοκλ-, ὡς παρὰ Θεοδ. Προδρ.

Greek Monolingual

νυκτικλέπτης, ὁ (Α)
βλ. νυκτοκλέπτης.

Greek Monotonic

νυκτικλέπτης: -ου, ὁ, κλέφτης που δρα τη νύχτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νυκτι-κλέπτης, ου, ὁ,
thief of the night, Anth.