οὖας
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
German (Pape)
[Seite 408] ατος, τό, ion. = οὖς, das Ohr; Hom. Il. oft, ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει 10, 535, αἲ γὰρ ἀπ' οὔατος εἴη ἐμεῦ ἔπος, 22, 454, wie 18, 272, wenn es meinem Ohr fern bliebe, wenn ich das nicht hören müßte; εἰσί μοι ὀφθαλμοί τε καὶ οὔατα, Od. 20, 365; ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ' οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι, Hes. Th. 701. – Auch Henkel an Gefäßen, Il. 11, 633. 18, 378 u. einzeln bei sp. D. – Vgl. οὖς.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pl. οὔατα, dat. οὔασι(ν);
épq. et ion. c. οὖς.
Russian (Dvoretsky)
οὖᾰς: ατος τό эп.-ион. = οὖς.
Greek (Liddell-Scott)
οὖᾰς: τό, ποιητ. ἀντὶ οὖς, ὠτός.
Greek Monolingual
οὖας, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. οὖς.
Greek Monotonic
οὖᾰς: τό, ποιητ. αντί οὖς, αυτί.
Middle Liddell
poet. for οὖς]
ear.