πήσσω
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
Att. πήττω, later form for πήγνυμι, LXX Si.14.24, Ph.1.420, Dsc.4.188, Arr.Epict.1.19.4, S.E.M.9.247, (κατα-) Str.4.3.5, D.H.3.22: impf. ἔπησσον Satyr.1:—Pass. πήττομαι Antig.Mir.174, Str.13.4.14, 7.3.18 (συμ-).
German (Pape)
[Seite 611] attisch -ττω, = πήγνυμι; πηλόν, S. Emp. adv. phys. 1, 217; Diosc. u. a. Sp. S. περιπ.
Russian (Dvoretsky)
πήσσω: атт. πήττω Sext. = πήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
πήσσω: Ἀττ. πήττω, (κοινῶς «πήζω») μεταγεν. τύπος τοῦ πήγνυμι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 247, (κατα-) Στράβ. 194, Διον. Ἁλ. 3. 22· παρατ. ἔπησσον Ἀθήν. 534C. ― Παθ., πήττομαι Στράβ. 629, πρβλ. 307. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 162 κἑξ.
Greek Monolingual
και αττ. τ. πήττω Α
βλ. πήγνυμι.