ποθινός
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ή, όν, poet. for ποθεινός, AP7.403 (Marc.Arg.), 467 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 645] poet. = ποθεινός, M. Argent. 32 (VII, 403); vgl. Jac. A. P. p. 315.
Russian (Dvoretsky)
ποθῐνός: Anth. = ποθεινός.
Greek (Liddell-Scott)
ποθῐνός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ποθεινός, Ἀνθ. Π. 7. 403, 467.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ποθινός, -ή, -όν, ΝΑ
βλ. ποθεινός.
Greek Monotonic
ποθῐνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί ποθεινός, σε Ανθ.
Middle Liddell
ποθῐνός, ή, όν [poetic for ποθεινός, Anth.]