σοβαροβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 15:49, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοβᾰροβλέφᾰρος Medium diacritics: σοβαροβλέφαρος Low diacritics: σοβαροβλέφαρος Capitals: ΣΟΒΑΡΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: sobaroblépharos Transliteration B: sobaroblepharos Transliteration C: sovarovlefaros Beta Code: sobaroble/faros

English (LSJ)

ον, with haughty upraised eyebrows, supercilious, AP5.216 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 912] mit hoffährtig in die Höhe oder zusammen gezogenen Augenlidern, mit stolzen, vornehmen Mienen oder Gebehrden, Paul. Sil. 16 (V, 217).

Russian (Dvoretsky)

σοβᾰροβλέφᾰρος: высоко поднимающий брови, т. е. заносчивый, важничающий, надменный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σοβᾰροβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὑψωμένα καὶ ὑπερήφανα, δηλ. ὑπερήφανος, γαῦρος, πομπώδης, Ἀνθ. Π. 5. 217.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου τα βλέφαρα είναι υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, πομπώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι-βλέφαρος].