συναποκλίνω

From LSJ
Revision as of 15:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποκλίνω Medium diacritics: συναποκλίνω Low diacritics: συναποκλίνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΚΛΙΝΩ
Transliteration A: synapoklínō Transliteration B: synapoklinō Transliteration C: synapoklino Beta Code: sunapokli/nw

English (LSJ)

[ῑ], A turn aside together with, pf. Pass. -κέκλῐμαι Lib.Descr.22.5. II intr., turn aside together, ἐπ' ἀμφότερα Plu.2.790e: abs., J.BJ1.24.2; ἡ δειρὴ τῷ παντὶ σ. προσώπῳ Lib.Descr.18.3.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich abbiegen, ablenken, auch intrans., mit abbiegen, abgehen, ἐπ' ἀμφότερα, Plut. an seni 12.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. συναπεκλίνην;
s'incliner ou pencher en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποκλίνω.

Russian (Dvoretsky)

συναποκλίνω: (ῑ) одновременно склоняться (ἐπ᾽ ἀμφότερα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συναποκλίνω: [ῑ], ὁμοῦ μετά τινος ἀποκλίνω, ἀποστρέφω, παθ., ἡ δὲ οἱ δειρὴ τῷ παντὶ συναπεκλίνη προσώπῳ Λιβάν. 4. 1088, 14, κλπ. ΙΙ. ἀμεταβ., συναποκλίνων ἐπ’ ἀμφότερα Πλούτ. 2. 790Ε· ἀπολ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 24, 2.

Greek Monolingual

Α
αποκλίνω μαζί με άλλον («συναπέκλιναν δὲ... οἱ μὲν ἑκόντες», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκλίνω «κλίνω, γέρνω, στρέφω προς τα πίσω, φεύγω»].