συσσεύω

From LSJ
Revision as of 16:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσεύω Medium diacritics: συσσεύω Low diacritics: συσσεύω Capitals: ΣΥΣΣΕΥΩ
Transliteration A: sysseúō Transliteration B: sysseuō Transliteration C: sysseyo Beta Code: susseu/w

English (LSJ)

urge on together, βοῶν κάρηνα h.Merc.94; συνεσσεύοντο Ποιναί Orph.A.982.

French (Bailly abrégé)

pousser ensemble ou en même temps;
Moy. συσσεύομαι s'élancer ensemble.
Étymologie: σύν, σεύω.

Russian (Dvoretsky)

συσσεύω: (только aor. συνέσευα) вместе гнать вперед, погонять (βοῶν κάρηνα HH).

Greek (Liddell-Scott)

συσσεύω: ὁμοῦ θέτω εἰς κίνησιν, ὁμοῦ ἐπισπεύδω, βοῶν κάρηνα Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 94· συνεσσεύοντο Ποιναὶ Ὀρφ. Ἀργ. 980.

Greek Monolingual

Α
θέτω μαζί σε κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, διώχνω»].

Greek Monotonic

συσσεύω: θέτω μαζί σε κίνηση, επισπεύδω συλλήβδην· βοῶν κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell


to urge on together, βοῶν κάρηνα Hhymn.