τετρακόσιοι

Revision as of 16:08, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

αι, α, Dor. τετρακάτιοι [κᾰ] Tab.Heracl.1.52, etc.; poet. (once) τετρηκόσιοι AP11.67 (Myrin.):—A four hundred, Hdt.1.178, etc.: in sg., τ. ἀσπίς X.An.1.7.10. II οἱ τετρακόσιοι, at Athens, 1 the oligarchy established in 411 B.C., Th.8.69, Lys.30.7, Decr. ap. And. 1.78, etc. 2 a more ancient Council, Ael.VH5.13.

German (Pape)

[Seite 1098] vierhundert, Her. 1, 178 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
quatre cents ; au sg. ἀσπὶς τετρακοσία XÉN quatre cents boucliers, càd quatre cents hoplites ; particul. οἱ τετρακόσιοι les Quatre-cents :
1 oligarchie établie à Athènes en 411 av. J.-C;
2 ancien conseil, à Athènes.
Étymologie: τέσσαρες, -κόσιοι.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰκόσιοι: четыреста: οἱ τ. Thuc., Lys. четыреста олигархов (захватавших власть в Афинах в 411 г. до н. э.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκόσιοι: -αι, -α, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 178, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, τ. ἀσπὶς Ξεν. Ἀν. 1. 7, 10. ΙΙ. οἱ τετρακόσιοι, ἐν Ἀθήναις: 1) ἡ ὀλιγαρχία ἡ κατασταθεῖσα τῷ 411 π.Χ., Θουκ. 8. 67, Λυσί. 183. 39, Ψήφισμ. παρ’ Ἀνδοκ. 10. 41, κλπ. 2) ἀρχαιοτέρα βουλή, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13.

English (Strong)

or neuter tetrakosia plural from τέσσαρες and ἑκατόν; four hundred: four hundred.

English (Thayer)

τετρακόσιαι τετρακόσια (from τετράκις, and the term. τετρακοσιος indicating one hundred; (cf. G. Meyer, Gr. Gram. § 16f.)), four hundred: Herodotus, Thucydides, Xenophon, others.))

Greek Monolingual

-ες, -α / τετρακόσιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τετρακόσοι, -ες, α, Ν, και μτγν. τ. τεσσαρακόσιοι και δωρ. τ. τετρακάτιοι και ποιητ. τ. τετρηκόσιοι, -αι, -α, Α
(απόλ. αριθμτ.)
1. τέσσερεις εκατοντάδες (400)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τετρακόσιοι
(στην αρχαία Αθήνα) α) πολιτικό σώμα της αρχαίας Αθήνας που καθιέρωσε ο Σόλων, είχε 400 μέλη και κύρια αποστολή τη νομοθετική εξουσία
β) τα άτομα που αποτέλεσαν την ολιγαρχία που εγκαθιδρύθηκε το 411 π.Χ.
νεοελλ.
φρ. «τά 'χει τετρακόσα» — έχει γερό μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόσιοι < -κάτιοι (πρβλ. ἑκατόν), όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστός (πρβλ. τριά-κοντα, τρια-κοστός), ενώ το -σ- προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φύσις < φύτις)].

Greek Monotonic

τετρᾰκόσιοι: -αι, -α (τέσσαρες
I. όπως και σήμερα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., τετρακοσία ἀσπίς, σε Ξεν.
II. οἱ τετρακόσιοι, στην Αθήνα, η ολιγαρχία που επιβλήθηκε το 411 π.Χ., σε Θουκ.

Middle Liddell

τετρᾰκόσιοι, αι, α, τέσσαρες
I. four hundred, Hdt., etc.; in sg., τετρακοσία ἀσπίς Xen.
II. οἱ τ., at Athens, the oligarchy established in 411 B. C., Thuc.

Chinese

原文音譯:tetrakÒsioi 帖特拉-可西哀
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:四-(百)
字義溯源:四百;由(τέσσαρες)*=四)與(ἑκατόν)=一百)組成
出現次數:總共(4);徒(3);加(1)
譯字彙編
1) 四百(4) 徒5:36; 徒7:6; 徒13:20; 加3:17

English (Woodhouse)

four hundred