ἠθαλέος

From LSJ
Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθᾰλέος Medium diacritics: ἠθαλέος Low diacritics: ηθαλέος Capitals: ΗΘΑΛΕΟΣ
Transliteration A: ēthaléos Transliteration B: ēthaleos Transliteration C: ithaleos Beta Code: h)qale/os

English (LSJ)

η, ον, (ἦθος) accustomed, εὐναί Opp.C.2.307; (ταῦροι) ib. 88, cf. Epigr.Gr.1035.23 (Pergam.).

German (Pape)

[Seite 1156] gewohnt, ἠθαλέας τ' εὐνὰς φίλιόν τε νάπαισι μέλαθρον Opp. Cyn. 2, 306; ἠθαλέοι μερόπεσσιν, gewöhnt an, 2, 88.

Greek (Liddell-Scott)

ἠθᾰλέος: -α, -ον, (ἦθος) εἰθισμένος, συνήθης, εὐναί Ὀππ. Κ. 2. 88, 307· ἐπὶ προσώπου, φιλικός, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23.

Greek Monolingual

ἠθαλέος, -η, -ον (Α)
1. συνηθισμένος
2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῦροι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. νυσταλέος, φρικαλέος)].