φιλοτύραννος
English (LSJ)
[ῠ], ον, friend of tyranny, Plu.Per.4, etc.; Sup. -ότατος Id.Dio 36; τὸ φ. love of tyranny, D.H.4.83.
German (Pape)
[Seite 1288] den Tyrannen, die Tyrannei liebend, Freund, Anhänger des Tyrannen, der Tyrannei, Plut. Pericl. 4, im superl. Dion. 36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le tyran, les tyrans ou la tyrannie;
Sp. φιλοτυραννότατος.
Étymologie: φίλος, τύραννος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοτύραννος: стоящий на стороне тираннов, приверженец тираннии Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοτύραννος: -ον, φίλος τῆς τυραννίας, Διονύσ. Ἁλ. 4. 83. Πλουτ. Περικλ. 4, κλπ.· ὑπερθ. -ότατος, ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 36· ― τὸ φιλοτύραννον, ἡ ἀγάπη τῆς τυραννίας, Διον. Ἁλ. 4. 83.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. οπαδός της τυραννίας·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοτύραννον
η αγάπη προς την τυραννία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + τύραννος (πρβλ. μισο-τύραννος)].
Greek Monotonic
φῐλοτύραννος: [ῠ], -ον, φίλος της τυραννίας, σε Πλούτ.