χαλαργός
From LSJ
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
όν, Dor. for χηλαργός.
German (Pape)
[Seite 1326] dor. = χηλαργός, schnellfüßig, weißfüßig, Soph.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
aux sabots agiles : ἄμιλλαι SOPH courses de chevaux aux sabots agiles.
Étymologie: dor. p. *χηλαργός, de χηλή, ἀργός.
Russian (Dvoretsky)
χᾱλαργός: дор. быстроногий: χαλαργοῖς (v.l. χαλάργοις) ἐν ἁμίλλαις Soph. в состязании быстроногих коней.
Greek (Liddell-Scott)
χᾱλαργός: -όν, Δωρ. ἀντὶ χηλαργός.
Greek Monolingual
-όν, Α
(δωρ. τ.) βλ. χηλαργός.
Greek Monotonic
χᾱλαργός: -όν, Δωρ. αντί χηλαργός.
Middle Liddell
χᾱλαργός, όν [doric for χηλαργός.]