χόλιος

From LSJ
Revision as of 17:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χόλιος Medium diacritics: χόλιος Low diacritics: χόλιος Capitals: ΧΟΛΙΟΣ
Transliteration A: chólios Transliteration B: cholios Transliteration C: cholios Beta Code: xo/lios

English (LSJ)

α, ον, angry, c. dat., AP9.165 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1363] auch 2 Endgn, zornig, zürnend, Pallad. 11 (IX, 165).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
irrité.
Étymologie: χόλος.

Russian (Dvoretsky)

χόλιος: и 2 раздраженный, разгневанный: χ. τινι Anth. рассерженный на кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

χόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, πλήρης χόλου, ὠργισμένος οἶδεν Ὅμηρος, καὶ Δία συγγράψας τῇ γαμετῇ χόλιον Ἀνθ. Παλ. 9. 165.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α χόλος
οργισμένος, πολύ θυμωμένος.

Greek Monotonic

χόλιος: -α, -ον και -ος, -ον (χόλος), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

χόλιος, η, ον χόλος
raging, angry, Anth.