ἀδώρητος
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
ον, = ἄδωρος, h.Merc.168; πρός τινος E.Hec.42; ἀδώρητος λίθος of the philosopher's stone, Zos.Alch.p.114 B.: c. gen., πάντων ἀγαθῶν ἀδώρητος not endowed with, Epicur.Fr.364.
Spanish (DGE)
-ον
1 privado de regalos ἀδώρητοι καὶ ἄλιστοι de Hermes y su madre h.Merc.168, μέλη Lyc.140, cf. Theoc.16.7, οὐδ' ἀ. ἔσται φίλων πρὸς ἀνδρῶν de Polixena, E.Hec.42.
2 que no reporta ningún beneficio de la piedra filosofal, Zos.Alch.p.114.4, cf. Eust.Pind.3.2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas reçu de présents.
Étymologie: ἀ, δωρέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀδώρητος: не получивший даров HH, Eur., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδώρητος: -ον, = ἄδωρος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 168· - πρός τινος, Εὐρ. Ἑκ. 42. ΙΙ. = ἄδωρος, ΙΙ, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 782C.
Greek Monotonic
ἀδώρητος: -ον = ἄδωρος, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
Middle Liddell
ἄδωρος, h. Hom., Eur.