ἀλάθεια
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
Spanish (DGE)
dór. v. ἀλήθεια.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἀλήθεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀλάθεια: ἡ дор. = ἀλήθεια.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάθεια: ἀλᾱθής, Δωρ. ἀντὶ ἀλήθεια, ἀληθής.
English (Slater)
ᾰλᾱθεια (-ει(α), -είας, -είᾳ, -ειαν, -εια)
1 truth
a τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι (O. 7.69) Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας (O. 8.2) ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος (O. 10.54) εἰ δὲ νόῳ τις ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v.l. ἀτρεκές.) (N. 5.17) εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (N. 7.25) φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; ἄγχιστα βαῖνον, χρήματα χρήματ ἀνήρ” (ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) (I. 2.10)
b pro pers. θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός (O. 10.4) ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205.
Greek Monotonic
ἀλάθεια: ἀλᾱθής, Δωρ. αντί ἀλήθ-.