ἀνάπωτις
English (LSJ)
v. ἄμπωτις:—Adj. ἀναπωτικός, ή, όν, Eust.1719.44.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): normalmente ἄμπωτις salvo ἀνάπωτις Pi.O.9.52, Scyl.Per.110, Arr.Ind.22.8, Agatarch.101; ἀνάπωσις Erot.101.8
• Morfología: [gen. sg. ἀναπώτιδος Agatharch.l.c., dat. sg. ἀμπώτιδι D.C.39.40.4]
1 marea baja, reflujo Pi.l.c., Scyl.l.c., Hdt.2.11, 7.198, Arist.Mete.366a19, Plb.1.39.3, 10.14.2, 34.9.5, Agatharch.l.c., Placit.3.17, Hdn.3.14.6, Arr.l.c., ἄμπωτις τῆς θαλάσσης μεγάλη καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν Hdt.8.129
•en plu. mareas, movimientos del mar Arist.Mu.396a26, ταῖς ἀμπώτεσι τοῦ πελάγους συμφερόμενοι App.Hisp.1, cf. Peripl.M.Rubri 45.
2 medic. reflujo τῶν χυμῶν Hp.Hum.1, de la sangre en los pulmones, Gal.3.454.
3 absorción, retirada al secarse ῥοάων ... ἄμπωτιν ἔχων sufriendo la ... absorción de mis corrientes (habla un río), Call.Del.130.
4 succión Erot.101.8.
German (Pape)
[Seite 204] ἡ, gebräuchlicher in der Form ἄμπωτις, s. ἄμπωσις, Pind. Ol. 9, 56.
French (Bailly abrégé)
c. ἄμπωτις.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπωτις: Polyb. v.l. = ἄμπωτις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπωτις: ἴδε ἐν λ. ἄμπωτις: ― ἐπίθ. ἀναπωτικός, ή, όν, Εὐστ. 1719. 44.
English (Slater)
ἀνᾰπωτις ebbing λέγοντι Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν (Tric.: ἄμπωτιν codd.) (O. 9.52)
Greek Monolingual
ἀνάπωτις (-ιδος), η (Α)
η άμπωτη.