ἀνέσσυτο
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
3sg. Ep. aor. Pass. of ἀνασεύω, Il.11.458.
Spanish (DGE)
v. ἀνασεύομαι.
French (Bailly abrégé)
v. ἀνασεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέσσῠτο: эп. 3 л. sing. aor. к ἀνασεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέσσῠτο: γ΄ ἑνικ. τοῦ Ἐπ. παθ. ἀορ. τοῦ ἀνασεύω, Ἰλ. Λ. 458.
English (Autenrieth)
see ἀνασεύω.
Greek Monotonic
ἀνέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἀνασεύω.