ἀναφαίρετος

From LSJ
Revision as of 17:42, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφαίρετος Medium diacritics: ἀναφαίρετος Low diacritics: αναφαίρετος Capitals: ΑΝΑΦΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: anaphaíretos Transliteration B: anaphairetos Transliteration C: anafairetos Beta Code: a)nafai/retos

English (LSJ)

ον, not to be taken away, Men.Mon.2, D.H.8.74, D. Chr.31.22; χάρις POxy.273.15 (i A.D.); ὠφέλεια Just.Nov.68Pr.; inseparable, opp. accidental, Stoic.2.214 (? Diog.Bab.); not diminished by subtraction, Theol.Ar.30. Adv. -ως PFlor.47a4 (iii A.D.), Just. Nov.2.3Intr.

Spanish (DGE)

-ον
I 1del que nada se ha restado del número cuatro, op. ἀπρόσθετος Theol.Arith.30.
2 que no se puede quitar, irrevocable de abstr. ἀρετά Archyt.Fr.Sp.1 (1, p.553), ἀναφαίρετον κτῆμ' ἐστὶ παιδεία βροτοῖς Men.Mon.2, cf. D.H.8.74, τιμή D.Chr.31.22, ταῦτα μόνα ἐμά ἐστι καὶ ἀναφαίρετα Arr.Epict.4.7.14, χάρις POxy.273.15 (I d.C.), PGrenf.2.68.4 (III d.C.), cf. PSI 1126.23 (III d.C.), BGU 1589.6
frec. en pap. e inscripciones de propiedades inalienable τὰ προϋπάρχοντα SB 4224.12 (I a.C.), PAmh.68.23 (I d.C.), PSI 704.26 (II d.C.), PRyl.155.8, 20 (II d.C.), IG 7.2808a.19 (Hieto III d.C.), Iust.Nou.68 proem.
inseparable γένος δέ ἐστι πλειόνων καὶ ἀναφαιρέτων ἐννοημάτων σύλληψις Diog.Bab.Stoic.3.214.
II adv. -ως de manera inalienable de propiedades POxy.713.19 (I a.C.), PFlor.47a.4 (III d.C.), τοῦτον (τὸν κλῆρον) ἀναφαιρέτως ἐχέτω Iust.Nou.2.3
de abstr. τὸ ἀ. ὂν Procl.Inst.105.

German (Pape)

[Seite 213] nicht wegzunehmen, unentreißbar, κτῆμα Men. monost. 2; Plut. ed. lib. 8; D. Hal. 8, 74 κτήσεις, u. öfter.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφαίρετος: неотчуждаемый, неотъемлемый (κτῆμα Men.; οὐσία Plut., Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφαίρετος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, «ἀναφαίρετον κτῆμ’ ἐστὶ παιδεία βροτοῖς» Μενάνδ. Μονόστ. 2, Διον. Ἁλ. 8. 74· - «ἀναφαιρέτων· ἀμετακλήτων, μηκέτι ἀφαιρουμένων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀναφαίρετος, -ον)
εκείνος που δεν έχει αφαιρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί, αυτός που ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον (π.χ. αναφαίρετο δικαίωμα).