ἀντιφιλέω
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
A love in return, Pl.Ly.212d, Theoc.12.16, 23.6, Arist. EN1157b30:—Pass., Pl.Ly.212c, X.Mem.2.6.28, Arist.EN1159a30, al. II kiss in return, AP5.284 (Agath.).
Spanish (DGE)
1 amar a su vez οὐδ' ἄρα φίλιπποί εἰσι οὓς ἂν οἱ ἵπποι μὴ ἀντιφιλῶσι Pl.Ly.212d
•abs. μετὰ προαιρέσεως Arist.EN 1157b30, cf. Theoc.12.16
•en v. pas. οὐκ ἔστιν φιλοῦντα μὴ ἀντιφιλεῖσθαι ὑπὸ τούτου ὃν ἂν φιλῇ; Pl.Ly.212b, αἱ μητέρες ... ἀντιφιλεῖσθαι οὐ ζητοῦσιν Arist.EN 1159a30, cf. Theoc.17.40, 28.6.
2 besar a su vez, AP 5.285 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 aimer en retour;
2 embrasser en retour.
Étymologie: ἀντί, φιλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφῐλέω:
1) платить любовью за любовь, любить взаимно Xen., Plat., Theocr., Arst., Plut.;
2) целовать в ответ Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφῐλέω: μέλλ. -ήσω, ἀνταγαπῶ, Πλάτ. Λύσ. 212C· κἑξ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 28, Θεόκρ. 12, 16, Ἀριστ.: - Παθ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀντιφιλῶ, φιλῶ καὶ αὐτὸς ἐν τῷ μέρει [διὰ τῶν χειλέων] Ἀνθ. Π. 5. 285.
Greek Monotonic
ἀντιφῐλέω: μέλ. -ήσω, αγαπώ με τη σειρά μου, σε Πλάτ., Ξεν.