ἀντιμεθέλκω

From LSJ
Revision as of 17:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμεθέλκω Medium diacritics: ἀντιμεθέλκω Low diacritics: αντιμεθέλκω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΘΕΛΚΩ
Transliteration A: antimethélkō Transliteration B: antimethelkō Transliteration C: antimethelko Beta Code: a)ntimeqe/lkw

English (LSJ)

drag different ways, distract, τὰ -οντα πράγματα Ph. 1.231, cf. APl.4.136 (Antiphil.), 139 (Jul. Aegypt.), in Pass.; τῇ καὶ τῇ AP10.74 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

desviar en sentidos contrarios, perturbar ζωὴ ... ἀντιμεθελκόντων ἀεὶ φορουμένη πραγμάτων Ph.1.231
en v. pas. ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομέναν (Medea) desgarrada entre los celos y los hijos, AP 16.136 (Antiphil.), cf. 139 (Iul.Aegypt.), τῇ καὶ τῇ AP 10.74 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 255] nach entgegengesetzten Seiten hinziehen, ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομένα Μήδεια Antiphil. 20 (Plan. 136); vgl. Iul. Aeg. 29 (Plan. 139); Paul. Sil. 71 (X, 74).

French (Bailly abrégé)

tirer en sens contraire(s).
Étymologie: ἀντί, μεθέλκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμεθέλκω: тащить в обратную сторону (βίος τῇ καὶ τῇ ἀντιμεθελκόμενος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμεθέλκω: ἕλκω, σύρω πρὸς ἀντιθέτους διευθύνσεις, τὰν ὀλοὰν Μήδειαν ὅτ’ ἔγραφε Τιμομάχου χείρ, ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομέναν Ἀνθ. Πλαν. 136, 139, ἐν τῷ παθ., τῇ καὶ τῇ θαμινῶς ἀντιμεθελκόμενος Ἀνθ. Π. 10. 74.

Greek Monolingual

ἀντιμεθέλκω (Α)
τραβώ προς διαφορετική διεύθυνση.

Greek Monotonic

ἀντιμεθέλκω: μέλ. -ξω, σύρω προς αντίθετες κατευθύνσεις, σε Ανθ.

Middle Liddell

to drag different ways, Anth.