ἀποκολυμβάω

From LSJ
Revision as of 18:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκολυμβάω Medium diacritics: ἀποκολυμβάω Low diacritics: αποκολυμβάω Capitals: ΑΠΟΚΟΛΥΜΒΑΩ
Transliteration A: apokolymbáō Transliteration B: apokolymbaō Transliteration C: apokolymvao Beta Code: a)pokolumba/w

English (LSJ)

dive and swim away, Th.4.25, D.C.49.1.

Spanish (DGE)

tirarse al agua, salvarse a nado en el mar μίαν ναῦν ... ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Th.4.25, εἰς τὰν θά[λασ] σαν IG 42.122.20 (Epidauro IV a.C.), εἰς τὸν ποταμόν UPZ 19.11 (II a.C.), φθειρομένων ... τῶν σκαφῶν ἀπεκολύμβησαν D.C.49.1.5.

German (Pape)

[Seite 308] durch Schwimmen entkommen, Thuc. 4, 25.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se sauver à la nage.
Étymologie: ἀπό, κολυμβάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκολυμβάω: спасаться вплавь Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκολυμβάω: σῴζομαι κολυμβῶν, ἐξέρχομαι εἰς τὴν ξηρὰν κολυμβῶν ἐκ ναυαγήσαντος πλοίου, μίαν ναῦν αὐτοὶ ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Θουκ. 4. 25, Δίων Κ. 49. 1.

Greek Monotonic

ἀποκολυμβάω: μέλ. -ήσω, σώζομαι κολυμπώντας, βγαίνω κολυμπώντας στην ξηρά μετά από ναυάγιο πλοίου, σε Θουκ.

Middle Liddell

to dive and swim away, Thuc.