ἀπειρόδακρυς

From LSJ
Revision as of 18:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρόδακρυς Medium diacritics: ἀπειρόδακρυς Low diacritics: απειρόδακρυς Capitals: ΑΠΕΙΡΟΔΑΚΡΥΣ
Transliteration A: apeiródakrys Transliteration B: apeirodakrys Transliteration C: apeirodakrys Beta Code: a)peiro/dakrus

English (LSJ)

υ, ignorant of tears, A.Supp.71.

Spanish (DGE)

que no conoce el llanto καρδία A.Supp.71.

German (Pape)

[Seite 285] καρδία, unermeßlich weinend, Aesch. Suppl. 68.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
aux larmes sans fin.
Étymologie: ἄπειρος², δάκρυ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρόδακρυς: υ, gen. υος ἄπειρος II] беспрерывно льющий слезы, по друг. ἄπειρος I] не знающий слез (καρδία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρόδακρυς: υ, ὁ ἄπειρος δακρύων, ὁ μὴ ἔχων πεῖραν δακρύων· ἄλλοι ὅμως ἑρμηνεύουσιν: ὁ ἀπείρως δακρύων, ἀπειρόδακρύν τε καρδίαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 71.

Greek Monolingual

ἀπειρόδακρυς, -υ (Α)
αυτός που δεν ξέρει από δάκρυα, που δεν έχει δακρύσει.