ἀρτιγένειος

From LSJ
Revision as of 18:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιγένειος Medium diacritics: ἀρτιγένειος Low diacritics: αρτιγένειος Capitals: ΑΡΤΙΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: artigéneios Transliteration B: artigeneios Transliteration C: artigeneios Beta Code: a)rtige/neios

English (LSJ)

ον, with the beard just sprouting, AP9.219 (Diod.), Nonn.D.18.135; as substantive, ἀ. ἐπίλεκτοι App.Pun.8; incorrectly used, = ἀρτιγέννητος, σολοικισμοί Luc.Sol.2.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐγένειος) -ον
1 que empieza a echar bozo χνόος AP 9.219 (Diod.), de hombres jóvenes παῖς Nonn.D.18.135, ἀρτιγένειος ὤν siendo mozo Sch.Call.Fr.2, cf. IMEG 79.2 (II/III d.C.)
subst. mozo ἀρτιγένειοι ἐπίλεκτοι en el séquito de Escipión, App.Pun.8.
2 como solecismo recién parido Luc.Sol.2.

German (Pape)

[Seite 361] (γένειον), milchbärtig, χνόος Diod. 6 (IX, 219); Luc. soloec. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la barbe naissante.
Étymologie: ἄρτι, γένειον.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιγένειος:
1) недавно выросший на щеках (χνόος Anth.);
2) досл. пышно растущий, перен. обильный (σολοικισμοί Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιγένειος: -ον, ὁ ἀρτίως εἰς γένειον μεταβληθείς, κοῦρος ἔτ’ ἀρτιγένειον ἔχων χνόον Ἀνθ. Π. 9. 219, ὁ ἄρτι γενειῶν, Ἀππ. Καρχηδ. 8: - μεταφρ., ὁ πλήρη αὔξησιν λαβών, σολοικισμοί Λουκ. Σολοικ. 2.

Greek Monolingual

ἀρτιγένειος, -ον (Α)
εκείνος του οποίου τα γένια μόλις άρχισαν να φυτρώνουν.

Greek Monotonic

ἀρτιγένειος: -ον (γένειον), αυτός που έχει γένι που μόλις φύτρωσε, σε Ανθ.

Middle Liddell

γένειον
with beard just sprouting, Anth.