ἁλιαία
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ἡ, = ἁλία (A), IG4.479 (Nemea), 497 (Mycenae); ἁ. τελεία Mnemos.44.221 (Argos, iii B. C.); at Epidamnus, Arist.Pol.1301b23 (ἡλιαία codd.).
Spanish (DGE)
v. ἡλιαία.
German (Pape)
[Seite 95] ἡ, Versammlung bei den Tarentinern, Schol. Eur. Or. 896.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιαία: ἡ Arst. = ἁλία.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιαία: ἡ, = ἁλιά, ἡλιαία, ἐν Ἐπιδάμνῳ καὶ Τάραντι, Ἀριστ. Πολ. 5.1, 9, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἁλιαία, η (Α) ἁλία Ι]
1. αλία, συνάθροιση, εκκλησία του δήμου
2. δικαστήριο, ἡλιαία.