ἀχρώματος

From LSJ
Revision as of 18:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρώμᾰτος Medium diacritics: ἀχρώματος Low diacritics: αχρώματος Capitals: ΑΧΡΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: achrṓmatos Transliteration B: achrōmatos Transliteration C: achromatos Beta Code: a)xrw/matos

English (LSJ)

ον, A colourless, Pl.Phdr.247c, Plu.2.97b, etc. 2 unblushing, shameless, Suid. s.v. ἄχρωμος.

Spanish (DGE)

-ον
1 incoloro οὐσία Pl.Phdr.247c, Plu.2.97a, cf. Poll.5.169.
2 que no se ruboriza, desvergonzado Sud.s.u. ἄχρωμος.

German (Pape)

[Seite 420] (χρῶμα), ohne Farbe, Plat. Phaedr. 247 c. Nach B. A. p. 475 = ἀναιδής.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans couleur.
Étymologie: , χρῶμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀχρώμᾰτος: Plat., Plut. = ἀχρωμάτιστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρώματος: -ον, ὁ στερούμενος χρώματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 297Α. 2) ὁ μὴ ἐρυθριῶν, ἀναιδής, Α Β. 475, 9, Σουΐδ. ἐν λέξει ἄχρωμος.

Greek Monolingual

ἀχρώματος, -ον (Α)
1. ο χωρίς χρώμα, άχρωμος
2. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αδιάντροπος.

Greek Monotonic

ἀχρώματος: -ον (χρῶμα), άχρωμος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

χρῶμα
colourless, Plat.