ἄλλοκα
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
Doric for ἄλλοτε.
Spanish (DGE)
dór. v. ἄλλοτε.
German (Pape)
[Seite 104] dor. für ἄλλοτε, z. B. Theocr. 4, 43.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἄλλοτε.
Russian (Dvoretsky)
ἄλλοκα: дор. = ἄλλοτε.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλοκα: Αἰολ. ἀντὶ ἄλλοτε, Θεόκρ.
Greek Monolingual
ἄλλοκα ἄλλος
δωρικός τύπος αντί ἄλλοτε.
Greek Monotonic
ἄλλοκα: Αιολ. και Δωρ. αντί ἄλλοτε.