ἐννεακαίδεκα
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
indecl., nineteen, Il.24.496, etc.
Spanish (DGE)
(ἐννεᾰκαίδεκᾰ)
• Morfología: diuissim ἐννέα καὶ δέκα
numeral indecl. diecinueve hijos de Príamo Il.24.496, cf. LXX 2Re.2.30, ἐμάχοντ' ἐννεακαίδεκ' ἔτη Tyrt.4.4, ὀκτωκαιδεκέτης ἢ ἐννεακαιδεχ' (ἐτῶν) ὁ γαμβρός Theoc.15.129, cf. D.S.2.47, I.Ap.1.79, D.C.55.23.2, Philostr.VA 2.32, D.L.7.176, κύκλα Arat.753, σταδίοι Str.5.3.9, μίλια Str.6.2.11, cf. Poll.1.55.
German (Pape)
[Seite 846] neunzehn, Hom. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
numéral indécl.
dix-neuf.
Étymologie: ἐννέα, καί, δέκα.
Russian (Dvoretsky)
ἐννεακαίδεκα: οἱ, αἱ, τά indecl. девятнадцать Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεακαίδεκα: ἄκλιτ., δεκαεννέα, Ἰλ. Ω. 496.
English (Autenrieth)
nineteen, Il. 24.496†.
Greek Monolingual
ἐννεακαίδεκα (AM)
άκλ. δεκαεννέα.
Greek Monotonic
ἐννεακαίδεκα: άκλιτο, δεκαεννιά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Middle Liddell
indecl. nineteen, Il., etc.