ἐμπικραίνομαι

From LSJ
Revision as of 19:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπικραίνομαι Medium diacritics: ἐμπικραίνομαι Low diacritics: εμπικραίνομαι Capitals: ΕΜΠΙΚΡΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: empikraínomai Transliteration B: empikrainomai Transliteration C: empikrainomai Beta Code: e)mpikrai/nomai

English (LSJ)

Med. or Pass., to be bitter against, τινί Hdt.5.62, D.C.47.8: abs., Eus.Mynd.54; of disease, become virulent, J.AJ 17.6.5.

Spanish (DGE)

1 de pers. exasperarse, irritarse con c. dat. Ἱππίεω ... ἐμπικραινομένου Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Hdt.5.62, cf. D.C.47.8.4, abs. γυναικηίως Eus.Mynd.54.
2 de la enfermedad agravarse, agudizarse Ἡρώδῃ ... ἡ νόσος ἐνεπικραίνετο I.AI 17.168.

German (Pape)

[Seite 812] erbittert sein, τινί; auf Jemanden, Her. 5, 62 u. 80., wie D. Cass. 47, 8.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπικραίνομαι: быть раздраженным, рассерженным (τινι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπικραίνομαι: μέσ. ἢ παθ., εἶμαι πικρὸς κατά τινος, ἐμπικραινομένου (τοῦ Ἱππίου) Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Ἡρόδ. 5. 62, Δίων Κ. 47. 8· ἐπὶ νόσου, χειροτερεύω, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 6, 5.

Greek Monolingual

ἐμπικραίνομαι (AM)
(απολ.) πικραίνομαι, θλίβομαι
αρχ.
1. έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου
2. (για αρρώστια) επιδεινώνομαι.

Middle Liddell

[ἐν, πικρός
Mid. or Pass. to be bitter against a person, c. dat., Hdt.

Greek Monotonic

(ἐν, πικρός), Μέσ. ή Παθ., πικραίνομαι, οργίζομαι, με δοτ., σε Ηρόδ.