ἐφάπτωρ
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
English (LSJ)
ορος, ὁ, also ἡ, A laying hold of, seizing, ῥυσίων A.Supp.728. II one who strokes or caresses, ib.312, 535 (lyr.) (with ref. to the name Ἔπαφος).
German (Pape)
[Seite 1113] ορος, ὁ, der Berührende, Antastende, Ἰοῦς Aesch. Suppl. 530, vgl. 308; ῥυσίων 708, mit Anspielung auf Ἔπαφος. – Orph. H. 49.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
1 qui saisit ou cherche à saisir, gén.;
2 qui tâte, qui palpe.
Étymologie: ἐφάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφάπτωρ: ορος adj.
1) захватывающий, завладевающий: ῥυσίων ἐφάπτορες Aesch. налагающие руку на свои вещи, т. е. требующие возвращения того, что было их собственностью;
2) прикасающийся (χειρί τινος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφάπτωρ: -ορος, ὁ, καὶ ἡ, ὁ ἐφαπτόμενός τινος ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες Αἰσχύλ. Ἱκ. 728, πρβλ. 412. ΙΙ. ὁ θωπεύων τινά, κοινῶς «χαϊδεύων», αὐτόθι 312, 535 (ἐν ἀναφορᾶ πρὸς τὸ ὄνομα Ἔπαφος)· ἐπὶ τοῦ βάκχου, Ὀρφ. Ὕμν. 50. 7., 52. 9.
Greek Monolingual
ἐφάπτωρ, ὁ, ἡ (Α) εφάπτομαι
1. αυτός που πιάνει, που αγγίζει κάτι («ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες», Αισχύλ.)
2. αυτός που κτυπά ή χαϊδεύει («γενοῦ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῦς», Αισχύλ.).