ἠπιόδωρος
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ον, soothing by gifts, bountiful, fond, μήτηρ Il.6.251; Κύπρις Stesich.26; Μοῦσαι Opp.H.4.7, etc.
German (Pape)
[Seite 1174] milde Gaben gebend; μήτηρ Il. 6, 251, Schol. πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν; Κύπρις gtesichor. bei Schol. Eur. Or. 249; Μοῦσαι Opp. H. 4, 7; Ἀσκληπιός Orph. H. 67, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doux présents.
Étymologie: ἤπιος, δῶρον.
Russian (Dvoretsky)
ἠπιόδωρος: ласково дарящий, любвеобильный (μήτηρ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόδωρος: -ον, ὁ διὰ δώρων καταπραΰνων, μήτηρ, («πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν» Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 251· Κύπρις Στησίχ. 17· Μοῦσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 7, κτλ.
English (Autenrieth)
kindly giving, bountiful, Il. 6.251†.
Greek Monolingual
ἠπιόδωρος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δωρος (< δώρον), πρβλ. ά-δωρος].
Greek Monotonic
ἠπιόδωρος: -ον (δῶρον), ευεργετικός, γενναιόδωρος, αυτός που εξευμενίζει μέσω δώρων, σε Ομήρ. Ιλ.