ὑπερορία
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ἡ, v. ὑπερόριος 1.2.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, s. ὑπερόριος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
v. ὑπερόριος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερορία: ἡ (sc. γῆ) зарубежные края (Xen. etc.; εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερορία: ἡ, ἴδε ὑπερόριος.
Greek Monolingual
η / ὑπερορία, ΝΜΑ
βλ. υπερόριος.
Greek Monotonic
ὑπερορία: ἡ, βλ. ὑπερόριος.