ὑποφθονέω

Revision as of 22:19, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

feel secret envy at, τινι X.HG3.2.13; Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, ὥσπερ ὑπεφθόνει (v.l. ὑπό τι ἐφθόνει) Id.Cyr. 4.1.13.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être un peu ou secrètement jaloux de, τινι.
Étymologie: ὑπόφθονος.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφθονέω: немного или втайне завидовать: ὑ. τινί τινις Xen. завидовать кому-л. в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθονέω: αἰσθάνομαι κρύφιον φθόνον πρός τινα, ὑπεφθόνει τῆς στρατηγίας τῷ Τισσαφέρνει Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 13· Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, ὥσπερ ὑπεφθόνει (ἕτεροι ὑπό τι ἐφθόνει) ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 1, 13.

Greek Monotonic

ὑποφθονέω: μέλ. -ήσω, αισθάνομαι κρυφή ζήλια για κάποιον, τινί, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω
to feel secret envy at, τινί Xen.