ῥύβδην
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
Adv. = δαψιλῶς, ῥύβδην θυννίδα (θύνναν codd.) . . δαινύμενος Hippon.35 (ῥύδην codd., em. Bgk.; ῥοίβδην· δαψιλῶς, Phot. post ῥυάχετον) ; κηφῆνες προσφέρονται ῥύβδην (v.l. ῥύδην) ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν Arist.HA624a24.
German (Pape)
[Seite 850] adv., vom Fliegen der Biene, Arist. H. A. 9, 40, s. ῥύδην; B. A. 325, 30 steht ῥίβδην.
Russian (Dvoretsky)
ῥύβδην: Arst. = ῥύδην.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύβδην: Ἐπίρρ., μετὰ θορύβου, Ἱππῶναξ 26, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 12.
Greek Monolingual
και ῥοίβδην και ῥύδην Α
επίρρ. άφθονα, πλουσιοπάροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυβδῶ].