ἀγέστρατος
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ὁ, ἡ, host-leading, Ἀθήνη Hes.Th.925; ἦχος, αὐλός, Nonn.D.26.15, 28.28.
German (Pape)
[Seite 13] Athene, die Heerführerin, Hes. Th. 925; Nonn. adj. σάλπιγγος ἦχος 26, 15; ἐνυοῦς αὐλός 28, 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui conduit ou entraîne les armées.
Étymologie: ἄγω, στρατός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀγέστρατος -ου ἄγω, στρατός adj., die legers aanvoert (van Athena).
Russian (Dvoretsky)
ἀγέστρᾰτος: ведущий войска (Τριτογένεια Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, ὁ στρατὸν ἄγων, ὁδηγῶν, Ἀθήνη, Ἡσ. Θ. 925, σάλπιγξ, αὐλός, Νόνν. Δ. 26. 15., 28. 28.
Greek Monotonic
ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, αυτός που οδηγεί το στράτευμα, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 conductor del ejército de Atenea, Hes.Th.925.
2 que convoca al ejército σάλπιγγος ἀγέστρατος ἦχος Nonn.D.26.15, ἀγέστρατος αὐλός Ἐνυοῦς Nonn.D.28.28.