δακτύλιον
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
τό, = δακτύλιος (anus) ΙΙ. 2, Aët. 2.185 (s.v.l.) ; also v.l. for δακρύδιον Ps.-Dsc. 4.170.
Spanish (DGE)
-ου, τό
I dim. de δάκτυλος dedo meñique Plot.4.3.3, 8.
II 1anillo δακτύλια χρυσᾶ PRyl.154.6 (I d.C.)
•anillo con sello, sello τὸ δημόσιον δ. el sello público, Vit.Aesop.G 81.
2 anat. ano νάρκα ... προσπίπτοντα δακτύλια ἔσω τρέπει Aët.2.185.
German (Pape)
[Seite 520] τό, das Purgierkraut, Diosc.