διακράτησις
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
εως, ἡ, holding fast, retention, σπέρματος Sor.1.36, cf. Dsc.Ther.Praef.; control, Iamb. Myst.1.9; possession, Sch.Th.1.139, Suid. v. ἀόριστος: dub. in Eun. Hist.p.252 D.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 propiedad τὸ δίκαιον τῆς διακρατήσεως Sch.Th.1.139
•dominio Iambl.Myst.1.9
•control τῶν ὄντων Chrys.M.63.516B.
2 medic. retención, contención τοῦ σπέρματος Sor.26.1
•sujeción καρφῶν τέ τινων διακρατήσεις Alex.Aphr.Fat.6.17, τὴν ἀκροποσθίαν ... διὰ κροκύδος συνεχέτω πρὸς διακράτησιν Sor.79.2, δ. καὶ διάδεσις τῶν ἄκρων Herod.Med. en Aët.9.13, χειρῶν Anon.Med.Acut.Chron.13.3.11.
German (Pape)
[Seite 584] ἡ, das Festhalten, die Erhaltung, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακράτησις: -εως, ἡ, τὸ ἰσχυρῶς κρατεῖν, κατακράτησις, Διοσκ. Θηρ. προοιμ. περὶ τὸ τέλ.· κατοχή, Σχόλ. Θουκ. 1. 139, Σουΐδ. ἐν λ. ἀόριστος.