ἐκτατέον
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
one must pronounce long, Sch.Il.21.262.
Spanish (DGE)
1 hay que alargar, hay que extender τὴν χεῖρα μετὰ τάξεως ἐκ διαστημάτων ἐ. ref. a las buenas costumbres en la mesa, Clem.Al.Paed.2.1.13, para votar, Sud.s.u. χειροτονητέον.
2 gram. hay que alargar una sílaba, una vocal τὸ δὲ «δηριαάσθων» τὸ δεύτερον «α» ἐ. Hdn.Gr.1.536, οὕτως ἐ. διὰ τὸ μέτρον τὸ «Ἀσκληπιοῦ» Hdn.Gr.2.36, τὴν «ψι» συλλαβὴν ἐ. διὰ τὸ μέτρον Hdn.Gr.2.96, cf. Sch.A.R.1.664a, Hdn.Gr.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκτείνειν, Κλήμ. Ἀλ. σ. 447, γραμμ., «ἐκτατέον τὸ ι» Σχόλ. Βικτ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Λ. 678· «ἐκτατέον τὸ α» Σχόλ. Βεν. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Φ. 262.