ὀμφάλιον
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
τό, Dim. of A ὀμφαλός 1, AP7.506 (Leon.), Arat.207, Nic.Al.596, PMag.Osl.1.312. II = ὀμφαλός 11.1, Epigr. ap. D.L.8.45.
German (Pape)
[Seite 343] τό, dim. von ὀμφαλός, Suid.
Russian (Dvoretsky)
ὀμφάλιον: (ᾰ) τό
1) пупочек Anth.;
2) шишка, острый выступ (в центре щита) Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὀμφᾰλός, Ἀνθ. Π. 8. 506, Νικ. Ἀλεξιφ. 609, Ἄρατ. 206. ΙΙ. = ὀμφαλὸς ΙΙ, 1, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 45.
Spanish
Greek Monotonic
ὀμφάλιον: τό, υποκορ. του ὀμφᾰλός, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀμφάλιον, ου, τό, [Dim. of ὀμφᾰλός, Anth.]