real
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English > Greek (Woodhouse)
ἀληθινός, ἀκίβδηλος, P. and V. γνήσιος; see true.
real property: P. φανερὰ οὐσία, ἡ.
property in real estate: P. οὐσία ἔγγειος, ἡ.
Spanish > Greek
αὐθιγενής, βασίλειος, βασιλίς, βασιληίς, βασιλικός, ἀληθής, ἀληθινός, ἀνάξιος, ἀνακτόριος, ἀνακώσιος, ἀπροσποίητος, ἀρχέτας, ἀρχικός, ἄπλαστος, ἄϋπνος