emplasto
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Spanish > Greek
Διονυσιάς, αἰγυπτάριον, βρόμιον, γάλλος, γεράνιος, δυσραχῖτις, ἀνθίζω, ἀνθηρά, ἀπόχυμα, ἁρμονία, ἄκεσις, ἄκηρος, ἄνθρωπος, ἄφρα, Ἀθήνη, ἐμπλαστή, ἔμπλασμα, ἔμπλαστος, ἔμπλαστρον, ἔμπλαστρος, Ἑλλησπόντιος