juez
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Spanish > Greek
αἰσυμνήτης, βασιλεύς, βραβεύς, διαιτατήρ, δικάστρια, δικαιοδότης, δικαιοθέτης, δικαιονόμος, δικαιωτής, δικασπόλος, δικαστήρ, δικαστής, δικαστός, δικολόγος, διοικητής, ἀγωνιστήρ, ἀγωνοθέτης