στενοχωρῶ

From LSJ
Revision as of 09:14, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=στενοχωρῶ, στενοχωρέω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωρ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source

Greek Monolingual

στενοχωρῶ, στενοχωρέω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωριούμαι και στεναχωριέμαι και στεναχωριούμαι Ν στενόχωρος / στενάχωρος]
1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, του προξενώ στενοχώρια, τον πικραίνω («μέ στενοχώρησε πολύ με τη συμπεριφορά του»)
2. μέσ. στενοχωρούμαι, στενοχωρέομαι α) θλίβομαι, λυπάμαι
β) δυσανασχετώ, δυσφορώ
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) στενοχωρημένος, στενοχωρημένη, -ο
μτφ. αυτός που βρίσκεται σε δυσχέρεια, που αντιμετωπίζει δυσκολίες και ιδίως οικονομικές («είμαστε πολύ στενοχωρημένοι φέτος»)
αρχ.
1. έχω έλλειψη χώρου, δεν έχω ευρυχωρία
2. (μτβ.) συνωστίζω, στρυμώχνω, στοιβάζω («στενοχωρεῖς τὰς πύλας», Χαρίτ.)
3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία, δυσκολεύομαι («εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἑρμηνείας στενοχωρεῖ ὁ λόγος», Ιπποκρ.)
4. μέσ. περιορίζομαι («ὁ Ευφράτης στενοχωρούμενος», Ισίδ. Χαρ.).