ιεράρχης
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἱεράρχης, Α βοιωτ. τ. ἱεράρχας)
ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης ή ο πατριάρχης
(νεοελλ.-μσν.) φρ. «οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι» — οι τρεις επιφανείς πατέρες της Εκκλησίας και θεολόγοι του Δ' αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οι οποίοι έχουν ανακηρυχθεί προστάτες τών Γραμμάτων
αρχ.
ο επικεφαλής της λατρευτικής ομάδας, ο προεξάρχων ιερής τελετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -άρχης (πρβλ. γυμνασιάρχης, μονάρχης)].